μαγιά, η, ουσ. [<τουρκ. maya], η μαγιά. 1. το αρχικό κεφάλαιο που επενδύει κάποιος για τη δημιουργία μιας επιχείρησης: «χωρίς μαγιά δεν μπορεί σήμερα να ξεκινήσει καμιά δουλειά || υπάρχει καθόλου μαγιά ή ξεκινάς τη δουλειά χωρίς φράγκο;». 2. οτιδήποτε αποτελεί το πρώτο και βασικό στοιχείο μιας διαδικασίας: «ο στενός φιλικός του κύκλος υπήρξε η μαγιά της εισόδου του στην πολιτική»·
- έχω μαγιά, έχω το απαιτούμενο αρχικό κεφάλαιο για τη δημιουργία κάποιας δουλειάς, επιχείρησης: «δεν μπορώ να κάνω αυτή τη δουλειά που μου λες, γιατί δεν έχω μαγιά»·
- κάνω μαγιά, αποκτώ κάποιο χρηματικό κεφάλαιο: «έριξα όλα μου τα λεφτά σ’ αυτή τη δουλειά, αλλά ευτυχώς μέσα σε λίγο καιρό έκανα πάλι μαγιά για να μπορέσω να κινηθώ»·
- πιάνω μαγιά, βλ. φρ. κάνω μαγιά.